Αυτό ακούστηκε σχεδόν ως προσταγή από τα μεγαλόπρεπα μεγάφωνα, που ήταν τοποθετημένα ολόγυρα στην αίθουσα, ακριβώς εκείνη την ώρα που η Ουτοπία των μικρών ήχων φάνταζε να απομακρύνεται μια για πάντα, καμπουριασμένη από το βαρύ φορτίο των ματαιώσεων και των ηχοφόρων σκέψεων ενός σίγουρου κόσμου.
Μα εμείς τη βρίσκαμε κρυμμένη στα πνευμόνια μας, εκεί βρισκόταν δίπλα-δίπλα με άρρωστες γριές που βάφονταν άσχημα, θυμίζοντας πολιτείες ξεχαρβαλωμένες και ξεφτισμένες από χειμωνιάτικους ήλιους, αυτούς που σαν ανάπηροι κρύβονται πίσω από το πρώτο, ασήμαντο σύννεφο που θα βρεθεί μπροστά τους γιατί τρομάζουν με το ίδιο τους το φως.
Όμως τα πνευμόνια εξασθενούσαν ολοένα και περισσότερο από τον καρκίνο που τα κατέτρωγε σαν λιμός και με μανία είχαν βαλθεί να αποσυντονίσουν τις αναπνοές της με υπόκωφους, μικρούς θανάτους.
Αν όλα βαίνουν καλώς τώρα, αν αυτή τη στιγμή που η Ουτοπία εξατμίζεται μπροστά στα μάτια μας, όλα περπατούν χωρίς μπαστούνι, αν αυτό δηλώνει η εκκωφαντική πνοή των μεγάφωνων, τότε πώς γίνεται ο ήχος των καθημερινών ρυθμών να ακούγεται σαν την φωνή μας, ενώ, στα αλήθεια, εκείνη αρνείται να ακουστεί και πάλλεται διαρκώς εντός μας σχίζοντας τους θώρακές μας;
Πώς συμβαίνει αυτό το φευγιό να είναι διαρκές σαν παλίρροια κι εμείς μια στιγμιαία άμπωτη;
Μόνο ερωτήσεις ξέραμε να κάνουμε.
Ήταν κάτι κι αυτό, αλλά πάντα κέρδιζαν όσοι έδιναν απαντήσεις, κι από αυτή την άποψη πάντα θα βρισκόμασταν ελλιπείς όσο κι αν οι ερωτήσεις μας ήταν καίριες.
Η Ιστορία είναι μια κάποιου είδους απάντηση που δεν χρειάζεται ερώτηση για να υπάρξει. Χρονολογίες από μάχες και μελλοντικές εξορίες είναι το σώμα της.
Δρεπανοφόρο άρμα θανάτου, κόβει κεφάλια, σβήνει σαν γομολάστιχα ζωές, καταβροχθίζει ανθρώπων εποχές.
Έτσι, καταλάβαμε ότι η Ουτοπία δεν είναι φτιαγμένη για ήχους εκκωφαντικούς, αλλά ένα κέντημα του κόσμου είναι, που ράβεται και ξεράβεται διαρκώς σαν οι κλωστές του να είναι όμοιες με τα κλάματά μας που ’μείναν μετέωρα πάνω από το γονικό κρεβάτι.
Είναι σχήματα πάνω σε τζάμια που αντιστέκονται στην εξουσία του έρωτα.
Είναι νότες που δεν χωράνε σε κανένα πεντάγραμμο και κανένα κλειδί δεν ξεκλειδώνει τη μουσική τους.
Μα αν από παντού είναι φυλακισμένη, πώς εμείς την προσδοκούμε σαν ηλιόλουστη πεδιάδα, γιατί εμείς την αναπολούμε σαν παιδική ανάμνηση και σαν λεωφόρο με φώτα την αναζητούμε;
Τα μεγάφωνα δεν έδιναν καμία απάντηση. Μόνο πρόσταζαν.
Και η Ιστορία; Μόνο ψιθύριζε στο ίδιο μονότονο μοτίβο. Ένα σπαστικό συνεχές που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια μας, μια ανούσια περιδίνηση στων ανθρώπων την ουσία, παραφουσκωμένη από απαντήσεις και τυπωμένες σελίδες.
Ούτε μια σταλιά αίμα δεν κυλούσε στις φλέβες της.