Καπνοί και Λέξεις...

Τα μαγαζιά είχαν πεθάνει κι πάνω στα συντρίμμια τους έστριβαν καπνό θεριακλήδες παλιοί, που ποτέ δεν έκοψαν το τσιγάρο ακόμα κι αν θα ήταν το τελευταίο τους και πέθαιναν από ασφυξία.
Ήταν τα χρόνια που είχαν περάσει από μέσα τους κι έδιναν αυτή την λάμψη στα μάτια τους; Μπορεί να ήταν απλώς τα μάτια τους περίεργα, λαμπερά και χαρακωμένα παντού, αλλά ήταν τα δικά τους μάτια, όχι δανεικά.Κάθονταν πάνω στις κατεστραμμένες πινακίδες των μαγαζιών και έλεγαν αυτοσχέδια ποιήματα, της στιγμής. Γελούσαν συνέχεια, μα τί τους είχε πιάσει κι έλεγαν ποιήματα; Δεν ήξεραν τί έλεγαν, δεν υπήρχε νόημα, δεν ήξεραν καν τί είναι ένα ποίημα.Οι ταμπέλες πέταξαν στον ουρανό με αγορασμένα φτερά, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να αναστηθούν.Άλλωστε, ο Χριστός είχε φροντίσει μόνο την ανάσταση των ανθρώπων, ούτε ζώων ούτε πραγμάτων και σίγουρα δεν σκέφτηκε ποτέ τις ταμπέλες.
 Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να αναστηθούν σε αυτόν τον υπέροχο κόσμο που μόλις γεννιόταν έτσι πεταμένες που ήταν, παρά μόνο με δανεικά φτερά από ένα μαγαζί που υπήρχε λίγο πιο πέρα και τα βρήκαν μισοτιμής. Όταν έκαναν τη δουλειά τους θα τα πετούσαν ψηλά από τον ουρανό κι ίσως έφταναν τον στόχο τους. Αν όχι, είχαν ενημερωθεί από τα εγχειρίδια χρήσης ότι μπορεί και να ταίριαζαν σε ανθρώπινες πλάτες, μικρές και στενές, σαν αυτές που τα παιδιά έχουν και κρεμάνε τις τσάντες τους για το σχολείο.

Οι ταμπέλες αποχώρησαν και στη θέση τους μπήκαν οι λέξεις από τα ποιήματα των θεριακλήδων που διασκέδαζαν με αυτές και μερικές τις είχαν κάνει κομπολόγια για να απασχολούν τα χέρια τους κι όχι το μυαλό τους, που πάντα έλεγαν ότι είναι ασκεπές κι έχει σκουριάσει από την πολυβροχία και τις καπνισμένες σκέψεις.Παρόλα αυτά, όταν τους παρατηρούσες από κοντά έβλεπες ότι το κρανίο τους έλαμπε και γινόταν φωτοβολίδα στον ουρανό σαν αφήναν τις σκέψεις τους να διαπεράσουν την ατμόσφαιρα που και αυτή αγκομαχούσε σαν μιλούσαν, ήταν δηλαδή σίγουρα κάποιες από αυτές τις λέξεις σπουδαίες.Εκείνοι δεν καταλάβαιναν αλλά μιλούσαν ακατάπαυστα δίπλα και πάνω στην καταστροφή. Μέχρι το βράδυ τα λόγια τους είχαν πλημμυρίσει με λέξεις και καπνό όλα τα ανοιγμένα κεφάλια που είχαν επιζήσει.Δεν ήταν εκείνη η μέρα για παραπάνω πειραματισμούς, αρκετούς είχε φέρει μαζί της η εκκόλαψη ποιημάτων πάνω στην καταστροφή. Τη μάνα την ήξεραν όλοι, ήταν φανερό ποιά γέννησε όλα αυτά τα αυγά. Ο πατέρας όμως έλειπε. Πού να ήταν; Ποιός ήταν; Κάποιοι έλεγαν ότι είχε πετάξει μαζί με τις ταμπέλες και ποτέ κανείς δεν τον είδε.Ίσως να ήταν κι έτσι.