Στη σειρά τα βάζω
τα τακτοποιώ
κοιτώ τα τρεμάμενα χέρια τους
τα μικρά τους πόδια παγωμένα
ιδρωμένα
άσχημα.
Όσα κι αν αντικρίζω
πετάνε μπρος στα μάτια μου
ενοχλητικές μύγες
σπάνε μολύβια
μασουλάνε γομολάστιχες
στο savoire vivre παίρνουν μηδενικό
δεν αισθάνονται
δεν νιώθουν
ασθμαίνουν
γυρεύοντας για φασαρία πάνε.
Στη σειρά τα βάζω ξανά και ξανά
άδεια
χαρτιά επάνω σε χαρτιά
διαφεντεύουν τις σκέψεις
ή μήπως το αντίστροφο;
"Τι να τα κάνεις άδεια τα χαρτιά;" ψιθύρισε το Α στο Ω.
"Τσουλήθρα θα κάνω πάνω τους και μετά σαΐτες θα τα κάνω
να βλέπω τις σκέψεις τους να κατρακυλάνε στα όνειρα
άπιαστα να γίνουν
να μονιάσουμε
να μιλήσουμε
να μπουν στο κεφάλι μιας καρφίτσας
να βγουν στον ουρανό
στον ήλιο να καούν
στο φεγγάρι να δροσιστούν"
Μαγκωμένο
έπεσε πάνω στο τελευταίο χαρτί
τελευταίο γράμμα
Είπαν ότι σκοτώθηκε.
Ίσως για αυτό να μην τελειώνει ποτέ τίποτα
"Ω, Υποθέσεις, μόνο υποθέσεις"
ψιθύρισε το Α
και κυκλώθηκε με το πανωφόρι του.