Ακούμπησε στο παγωμένο μάρμαρο της εισόδου –μισοκρυμένος από το αλαφιασμένο πλήθος και συνέχισε να τη χαζεύει. Δεν γυάλιζαν πια τα κοντοκουρεμένα ασημί μαλλιά της, έτσι όπως είχαν βρωμίσει από τις αιωρούμενες στάχτες. Κατά τα υπόλοιπα όμως –ήταν αυτή. Το αυθάδικο πρόσωπό της περιτριγυρισμένο από σκουλαρίκια, η στενή μπλούζα (κόκκινη σήμερα με κάποια στάμπα που δεν διακρινόταν καθαρά), το φαρδύ παντελόνι που κυμάτιζε στο τρέξιμό της. Ήταν στα πρόθυρα του πανικού καθώς οι μπάτσοι χτυπούσαν πλέον στο ψαχνό της τρομοκρατημένης συγκέντρωσης διαμαρτυρίας.
Μάζεψε τα μακριά του μαλλιά με κάποιο λαστιχάκι και χαμογέλασε στην πιο κοινότυπη διαπίστωση του τελευταίου μήνα –«θα μπορούσε άνετα να είναι κόρη μου». Όχι άνετα -αλλά θα μπορούσε. Έβγαλε τον μαρκαδόρο από τη πίσω τσέπη του τζιν και έγραψε στο παγωμένο μάρμαρο αυτής της εισόδου πολυκατοικίας.
«Ο Α ΠΟΥΚ ΗΤΑΝ ΕΔΩ».
Αποφάσισε πως της είχε αφήσει αρκετό χρόνο για να τρομοκρατηθεί και, με αυτή τη σκέψη, ξεπέρασε τον φόβο της απόρριψης. Ξεκόλλησε από την είσοδο για να πιάσει το μπράτσο της. Σφιχτό, ζεστό μπράτσο.
«Έλα μαζί μου, θα γίνει της πουτάνας εδώ».
Η κοπέλα τον κοίταξε, δίστασε, αποφάσισε πως δεν ήταν μπάτσος, σκέφτηκε οτι δεν είχε τίποτα σημαντικό να χάσει. Και τον ακολούθησε. Αυτός έσπρωξε απαλά την εξώπορτα της πολυκατοικίας –του είχε γίνει συνήθεια να σταμπάρει ποιες πόρτες δεν έκλειναν καλά, κάθε φορά που φοβόταν για φασαρίες στην περιοχή. Χώθηκαν μέσα –βιαστικά.
Στο απέναντι πεζοδρόμιο ο άνθρωπος καθάρισε τα γυαλιά του χαμογελαστός. Είχε δει –έστρωσε τα γκρίζα μαλλιά πίσω από τα αυτιά του και συνέχισε να περπατάει αδιαφορώντας για το ξύλο που έπεφτε τριγύρω του. Θα κάπνιζε ευχαρίστως ένα τσιγάρο, αλλά η ατμόσφαιρα έτσουζε ήδη από τα δακρυγόνα. Κάτι ΜΑΤατζήδες χτυπούσαν το κεφάλι ενός παιδιού στον τοίχο. Πέρασε δίπλα τους –ίδιος αόρατος. Ταράχτηκε γιατί δεν μπορούσε να κάνει τίποτα –ξέχασε για λίγο τον μαλλιά που είδε να χώνεται μαζί με την πιτσιρίκα στην πολυκατοικία. Τους ξαναθυμήθηκε όταν έστριβε στη γωνία, κοίταξε πίσω, ασυναίσθητα –φυσικά και δεν φαινόταν τίποτα πλέον.
«Το μπαγάσα!» σφύριξε σιγανά. «Δεν σέβεται τίποτα πια!».
Μετά συνέχισε τον δρόμο του περνώντας τη λεωφόρο –δυο στενά πιο κάτω ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητό του. Σε γκαράζ -που να βρεις παρκάρισμα στο κέντρο τέτοια εποχή!
Με τα κεφάλια σχεδόν κολλημένα –κρυφοκοίταζαν από τα κάγκελα που οδηγούσαν στο υπόγειο. Έξω, ξέβραζε η κόλαση. Κόσμος τυφλωμένος έπεφτε από μόνος του πάνω στα γκλοπς. Ελαστικά γκλοπς –ακούγονταν να πλαταγίζουν πάνω σε σώματα. Εκείνη κοίταζε με μάτια τρομαγμένα. Εκείνος μύριζε τον ιδρώτα στο λαιμό της. Τι να δει εκεί έξω; Ήταν τόσο ανήμπορος να βοηθήσει που κόντευε να κλάψει –θα τα έμπηγε κανονικά, αν ήταν μόνος του.
«Ήσουν στη συγκέντρωση;» ρώτησε η μικρή –ανίκανη να ξεκολλήσει τα μάτια από όσα γίνονταν εκεί έξω.
«Πες το κι έτσι. Είμαι παντού και πουθενά –τώρα τελευταία», κόμπασε αυτός. Μάταια. Η μικρή δεν τον άκουγε.
«Τι κάνουμε τώρα;» ξαναρώτησε.
«Περιμένουμε να καθαρίσει», απάντησε αβέβαια.
«Πόσο;»
«Όσο χρειαστεί. Μετά φεύγουμε προσεκτικά γιατί μπορεί να σκουπίζουν στους γύρω δρόμους».
«Λες;»
«Ξέρω ‘γω;» Δεν ήξερε. Έλπιζε να τη συνόδευε μέχρι ... μέχρι οπουδήποτε –μέχρι το τέλος του κόσμου αν ήταν δυνατό.
Κοντά ένα μήνα την έβλεπε να τριγυρίζει στα στέκια της πλατείας. Στις καφετέριες που δεν ήταν πια όπως παλιά –εκεί την είδε πρώτη φορά. Μετά, δυο δρόμους παρακάτω –στα στέκια που μαζεύονταν πλέον οι πιτσιρικάδες, γιατί η πλατεία είχε καταντήσει σκέτη ζωοπανήγυρη. Ερχόταν ξαφνικά, μπλεκόταν σε παρέες, εξαφανιζόταν. Συνήθως μόνη της. Σχεδόν πάντα –μόνη της. Ένας πιτσιρικάς την κρατούσε από τη μέση ... Δεν έχει σημασία, «θα μπορούσε να είναι κόρη σου».
«Πως σε λένε;»
«Γιάννη –εσένα;»
«Σάντυ».
«Δηλαδή;»
«Κυριακή –θες τίποτα τώρα;»
Ανακάθισε για να ξεπιαστούν τα γόνατά του.
«Κούλα, σα να λέμε».
«Αν θέλεις να πεθάνεις –ξαναπέστο».
Χαμογέλασε θαυμάζοντας το τρεμόπαιγμα στα βλέφαρά της. Δεν έπρεπε να τη γνωρίσει από κοντά –σχεδόν πάντα η απομυθοποίηση καραδοκεί.
«Πάω να ρίξω μια ματιά μέχρι την πόρτα. Μη φύγεις από εδώ ...», μουρμούρισε ενώ σηκωνόταν. «... Κούλα», συμπλήρωσε έχοντας κάνει μερικά βήματα μακριά της.
«Γαμήσου!» ακούστηκε η πνιχτή φωνή και ένας bic αναπτήρας τον βρήκε πίσω από το αυτί. Πόνεσε.
Έψαχνε αφηρημένα στους σταθμούς του ραδιοφώνου, όσο περίμενε να ξεκινήσουν τα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα. Κάτι Ζητάδες ρύθμιζαν την κυκλοφορία –έτσι έδειχναν τουλάχιστον.
«Τι γίνεται μπροστά;»
«Είναι κλεισμένοι οι δρόμοι κύριε».
«Και πόσο θα περιμένουμε δηλαδή;»
«Όσο πάρει. Τι θέλετε να κάνουμε κι εμείς;»
Μισόκλεισε τα μάτια από νεύρα –ο μπάτσος ήταν όλο ευγένειες σεβόμενος την εξωτερική του εμφάνιση. «Γεράσαμε, ξεφτιλιστήκαμε –μέχρι και οι μπασκίνες μας υπολήπτονται», μουρμούρισε. Έψαξε στη θήκη με τα CD –είχε βαρεθεί τις διαφημίσεις του ραδιοφώνου. Σοστακόβιτς, Μητρόπουλος, Ντεμπισί –ξεφύλλισε τα πλαστικά διαχωριστικά ανυπόμονα. Μίνκους, Πάρκερ, Κολτρέιν, Λούρι –βλαστήμησε. «Κάτι δυνατό ρε γαμώτο! Κάτι δίλεπτο, με κιθάρες και φωνή –δεν υπάρχει; Τι σκατά –νεκροφόρα οδηγώ;» Το πίσω αυτοκίνητο κόλλησε μια κόρνα στους κροτάφους του –είχαν αδειάσει δυο μέτρα μπροστά από το δικό του αμάξι –έπρεπε να καλυφθούν πάραυτα. Έστριψε το κεφάλι σηκώνοντας αγριεμένα τους ώμους.
«Που να πάω ρε καραγκιόζη;»
Ο πίσω οδηγός χειρονομούσε ακατάπαυστα.
«Που να πάω γαμώ την κοινωνία μου; Πουθενά δεν πηγαίνει –ούτε μπρος, ούτε πίσω».
Πουθενά.
Έβγαλε ένα φτηνό εικοσιπεντάρι πακέτο και της πρόσφερε τσιγάρο.
«Άσε, ευχαριστώ. Μου βρωμάνε», είπε τραβώντας την καπνοσακούλα της από μια τσέπη.
«Τουλάχιστον έχουμε φωτίτσα», σχολίασε αυτός, βγάζοντας τον αναπτήρα της από την τσέπη του.
«Τι θα γίνει αν κατέβει κανένας από την πολυκατοικία;» απόρησε εκείνη.
«Θα τον ρωτήσουμε σε ποιο όροφο μένει ο κύριος Αποστολόπουλος».
«Υπάρχει τέτοιο όνομα;»
«Έτσι γράφει στα κουδούνια».
«Ήσουνα προετοιμασμένος για να κρυφτείς ε;»
«Χρόνια τώρα».
Έβγαλε ένα πακέτο με λάιτ τσιγάρα. Άνοιξε το παράθυρο για να μη ντουμανιάσει και άναψε με τον αναπτήρα του αυτοκινήτου. Θα έδινε τα πάντα για κάποιο φασαριόζικο ροκενρολάκι και μια γυναίκα στο διπλανό του κάθισμα.
Αυτή τη στιγμή.
Το επόμενο πρωί τους βρήκε κολλημένους στη λεωφόρο. Ο ένας μέσα σε κάποιο τρόλεϊ να κάνει ασκήσεις ισορροπίας –αφού δεν υπήρχε ελεύθερη χειρολαβή, εδώ και πέντε στάσεις. Ο άλλος μποτιλιαρισμένος –στο ίδιο μέρος, όπως και το προηγούμενο βράδυ –αλλά πλέον, στο αντίθετο ρεύμα. Σίγουροι οτι αυτό που ζούσαν απείχε πολύ από το να χαρακτηριστεί «ζωή». Να θυμούνται, σχεδόν ταυτόχρονα, εκείνο το παλιό ερώτημα στον τοίχο –«ΥΠΑΡΧΕΙ ΖΩΗ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ;»
Η Σάντυ κοιμόταν ξέγνοιαστα –έχοντας ήδη ξεχάσει το γερασμένο φρικιό που την έκρυψε στις χτεσινές φασαρίες. Δεν είχαν πει και πολλά πράγματα, άλλωστε. Κάποια στιγμή βγήκαν έξω –της είχε προτείνει να τη συνοδεύσει, αυτή είχε αρνηθεί. Μέσα στο πρώτο ταξί που πέρασε από μπροστά της –αφιέρωσε τα δέκα λεπτά της διαδρομής σε εκείνον. «Μυστήριος τύπος. Παλιός. Είχε και κάποια πλάκα –όσο να πεις». Θα της άρεσε, γενικότερα, να πηδηχτεί με έναν τέτοιο τύπο, αλλά, μάλλον δεν υπήρχε περίπτωση. Πολύ υπερόπτες και γεμάτοι κολλήματα. Ή θα σε έφτυναν ή θα μπερδευόσουν άσχημα. Είχαν και μια τρομερή αντιπάθεια στα προφυλακτικά –άστο καλύτερα. Στο σπίτι την περίμενε η συγκάτοικός της με κάτι απλήρωτους λογαριασμούς –το μυαλό της είχε αδειάσει από κάθε προηγούμενη σκέψη.
Οι φοιτητές σέρνονταν στο προαύλιο σαν τις σαύρες που αλλάζουν πουκάμισο. Κάποιοι βιαστικοί μπαινόβγαιναν στα γραφεία των καθηγητών, διασχίζοντας τη βαριεστημένη πομπή. Κανένας δεν είχε όρεξη ούτε να θυμώσει. Ήταν ένα συνηθισμένο πρωινό στο Πανεπιστήμιο.
Εκείνος μάζεψε τις σημειώσεις του και έκλεισε τον υπολογιστή. Μοιραζόταν το γραφείο με άλλους δυο επίκουρους –δεν είχε καμιά όρεξη να σκαλίσουν τα αρχεία του. Όχι οτι θα έβρισκαν τίποτα μεμπτό –απλά δεν είχε όρεξη. Περνώντας από τις τουαλέτες κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Σα μαλάκας ήταν. Ο τύπος του καθηγητή που και ο ίδιος θα σιχαινόταν, όταν ήταν φοιτητής. Φιλικός, δήθεν, προς τους φοιτητές, μοντέρνος, άνετος, παπάρας. Φώναζε από μακριά οτι καλόβλεπε τις φοιτήτριες. Αυτό που δεν ήξεραν όμως οι φοιτήτριες, ήταν πως ο κύριος επίκουρος ήταν χέστης. Είχε μια συμβατική σχέση με κάποια δικηγόρο, συνομήλική του, και έτρεμε στην ιδέα να τον πιάσουν έστω και να λοξοκοιτάζει κάτω από τη φούστα κάποιας φοιτήτριας. Χέστης, αλλά καθωσπρέπει.
Θυμήθηκε το ρεμάλι να χώνεται στην πολυκατοικία με την πιτσιρίκα –χτες βράδυ. Ξίνισε. Βλαστήμησε τους μεσόκοπους Ζορό που σώζουν κοπελίτσες ανιδιοτελώς (αν εξαιρέσεις κάποιο πήδημα). Ανεπρόκοπος –αυτό ήταν μια ζωή ο μαλλιάς. Ποιος ξέρει σε τι κωλόμπαρα να δούλευε τώρα –«όσα βγάζουμε, τόσα τρώμε», έτσι τον θυμόταν από πάντα. Αλλά υπήρχε μια εποχή που δεν μπορούσε να του φάει γυναίκα ο μαλλιάς. Και τώρα δηλαδή –μόνο κάτι δευτεράτζες, τελειωμένες. Ήταν τελειωμένη και δευτεράτζα η ....;
Μπήκε στην αίθουσα σκυφτός.
Έτρεξε να σηκώσει το τηλέφωνο κάνοντας σλάλομ ανάμεσα στις στοίβες των δίσκων. Ένας μοναδικός πελάτης σήκωσε το χέρι θέλοντας να ρωτήσει κάτι –αλλά το μετάνιωσε.
«Εμπρός;»
«Καλημέρα –μπορώ να ρωτήσω κάτι;»
«Βέβαια».
«Έχετε παλιούς δίσκους;»
«Γιατί –υπάρχουν και καινούργιοι δίσκοι;»
«Χαχα, σωστά. Μήπως σας βρίσκεται τίποτα από Gong;»
«Ναι, κάτι υπάρχει».
«Το Shamal;»
« Το έχω».
«Αααα, υπέροχα! Πόσο κοστίζει;»
«Γύρω στα 60 ευρώ. Είναι σπάνια έκδοση –εισαγωγής».
«Τόσο πολύ;»
Μάζεψε τα μαλλιά που έπεφταν στο πρόσωπό του. Ετοιμαζόταν να δυσανασχετήσει.
«Ναι, τόσο πολύ».
«Καλά, ευχαριστώ –θα περάσω από εκεί».
«Σιγά μην περάσεις βρωμοτσιγκούνη! Και να έρθεις δηλαδή –μην περιμένεις να σου πουλήσω το δίσκο, δεν είναι για τσίπηδες». Έκλεισε το τηλέφωνο σκεφτικός –οι δουλειές πήγαιναν χάλια, σε λίγο δεν θα μπορούσε να πληρώσει ούτε τα πάγια.
Ο μοναδικός πελάτης ρώτησε διστακτικά ...
«Μεταχειρισμένο είναι αυτό το σινγκλάκι;»
Πήγε κοντά, το κοίταξε.
«Σχεδόν».
«Είναι φτηνότερο δηλαδή;»
«Για την ακρίβεια, δεν πουλιέται».
«Γιατί;»
«Επειδή, φίλε, γουστάρω να το ακούω».
Ο πελάτης έφυγε κουνώντας το κεφάλι κι αυτός έμεινε με το δισκάκι στο χέρι. Flip side το « P.O. BOX 500», ο Eric Burdon, παρέα με τους Zoot Money. Μαύρο στο μαύρο.
«ΑΓΑΠΗΤΕ ΡΟΜΠΕΡΤ, άκουσα πως είσαι πάλι στη στενή, έπρεπε να το σκεφτείς καλύτερα. Όταν έκανες δουλειά, για δεύτερη φορά, στην πολιτεία της Αλαμπάμα. Θα μου λείψουν τα Μεταμεσονύχτια Σόου και οι πρωινές σου ομιλίες, η στρογγυλή χαμογελαστή φάτσα σου –σκέτος Βούδας. Εκεί έξω, δίπλα στον ωκεανό. Ήσουν καλός κλέφτης, με δίδαξες τι να κλέβω –υποθέτω πως τώρα ξέρεις πόσα πήρα από σένα στην πραγματικότητα. Θα σου τα επιστρέψω όλα. Στην επόμενη αναστολή –σίγουρα θα επισκεφτούμε την τρελή Μαίρη, εκεί στο Καμαρίλο».
Άναψε τσιγάρο και περίμενε την επόμενη στροφή –όταν ξαναχτύπησε το τηλέφωνο.
«Εμπρός;»
«Εγώ είμαι».
«Τι θέλεις;»
«Έβαλες τη διατροφή;»
«Θα τη βάλω».
«Πότε;»
«Είπα θα τη βάλω –άσε με τώρα. Έχω δουλειά».
«ΑΓΑΠΗΤΕ ΡΟΜΠΕΡΤ, άκουσα πως είσαι πάλι κάτω από το σφυρί, έπρεπε να το σκεφτείς καλύτερα. Όταν κράτησες εκείνο το αστυνομικό σήμα που βρήκες στην παραλία πέρσι το καλοκαίρι. Θα έρθεις μια μέρα φρεσκοξυρισμένος και θα έχεις χάσει μερικά κιλά, θα πάρουμε τότε τη Σεβρολέτ και δεν θα σταματήσουμε μέχρι να φτάσουμε στο Μεξικό, μέχρι να βρούμε εκείνη τη μεγάλη χαμένη κοιλάδα που λέγαμε συνέχεια. Θα εξαφανιστούμε στον καπνό και μετά θα βγούμε από τη σκόνη της ερήμου –για να φτάσουμε στη χρυσή πόλη, με τα εστιατόρια, το τρεχούμενο νερό και τις γυναίκες –ω, πόσο όμορφες γυναίκες!»
Χαμένα χρόνια που έβλαψαν και αθώους ανθρώπους. Υπάρχουν αθώοι; Σίγουρα –τα παιδιά δεν φταίνε σε τίποτα. Σκεφτόταν. Η πρώην γυναίκα του, μια ιστορία συμβιβασμών μέχρι που δεν πήγαινε άλλο. Όπως συνήθως, το κατάλαβαν αργά. Όπως συνήθως, το ήξεραν από την αρχή –αλλά προτίμησαν να το αγνοήσουν μέχρι που έγινε μεγάλο, τόσο μεγάλο όσο η ζωή τους. Και τότε ήταν αργά.
«ΑΓΑΠΗΤΕ ΡΟΜΠΕΡΤ, όταν σε πήραν την τελευταία φορά, θυμάμαι –ο φάρος του περιπολικού ήταν τόσο φωτεινός σαν 4η Ιουλίου, στα μέσα του Δεκέμβρη –κι όπως περνούσα από το σπίτι σου, είδα το πλήθος, που καθόταν δίπλα στα κόκκινα φώτα, όσο σε έπαιρναν μαζί τους. Όταν σε έβαζαν στο περιπολικό, χρωμιομένα βραχιόλια στους καρπούς σου –και όλοι ξέρουν πως είναι επώδυνα ακόμα και στην πρώτη εγκοπή, αλλά εσύ απλά χαμογελούσες στον κόσμο κι οι αστυνομικοί καταλάβαιναν πως, σίγουρα, δεν ήταν δική τους αυτή η περιοχή».
Έκανε μαλακία που τη γνώρισε –θα ήταν προτιμότερο να τη θαυμάζει από μακριά. «Η σιωπή γεννάει μύθους», παλιό ήταν αυτό. Αλλά δεν υπήρχε πλέον ένας καργιόλης φίλος να συζητήσει μαζί του. Να καθίσουν στο απέναντι τραπέζι, χαζεύοντας το αντικείμενο λατρείας, αναλύοντας για το ανέγγιχτο –τέτοιες μαλακίες. Που ήταν όλοι αυτοί; Χαμένοι στην τρέλα –πρεζάκηδες του μεροκάματου, αρρωστάκια των χλιδάτων κουπέ. Ή, απλά ναρκομανείς.
«Υ.Γ.: Ρόμπερτ, βρήκα τη σακούλα του σουπερμάρκετ που μου άφησες, θα καπνίζω από λίγο κάθε μέρα και όσο ο καπνός θα διαλύεται στον αέρα, θα έρχονται οι αναμνήσεις από σένα -στα σίγουρα- έπρεπε να το σκεφτείς καλύτερα».
Άφησε τη βελόνα να κυλάει χωρίς επαναφορά. Δεν είχε μείνει τίποτα όρθιο πια.
«Η πεποίθηση του Αύγουστου Κοντ σχετικά με τη σημασία της νέας επιστήμης, αυτής με το τερατολογικό όνομα από γραμματικής απόψεως, τον οδήγησε στη διαφοροποίηση σε σχέση με τις θέσεις του Σαιν Σιμόν. Ακόμα περισσότερο, οι απόψεις του Κοντ εξελίχθηκαν σε ιδεοληπτικό παραλήρημα –έφτασε να μιλάει μέχρι και για ‘καινούργια θρησκεία’, μια λατρεία θεσπισμένη στις αρχές της νέας επιστήμης. Βλέποντας τον εαυτό του σε ρόλο πρωθιερέα αυτής της ‘θρησκείας’, μοιραία οδηγήθηκε στην παράνοια».
Καθάρισε τα γυαλιά του και τα ξαναφόρεσε –προσπαθώντας μ΄αυτόν τον τρόπο να ελέγξει τις αντιδράσεις του ακροατηρίου. Στα μισοάδεια έδρανα. Παγωμάρα. Αυτά τα παιδιά δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για τις παραδόσεις του. Μπορεί να έσπαγε τη μονοτονία με κάποιο, άνοστο συνήθως, αστείο –αλλά, σε γενικές γραμμές, οι φοιτητές χασμουριόνταν. Υποχρεωτική επιλογή –απαίτηση για εύκολα θέματα. Όταν θα έβγαιναν από την αίθουσα δεν υπήρχε περίπτωση να θυμούνται τίποτα από την παράδοσή του. Ποιος είχε όρεξη να μάθει για διανοητές που κάηκαν τεντώνοντας τα όρια της διάνοιάς τους; Σταμάτησε το βλέμμα του σε εκείνη. Έπαιζε αφηρημένα με ένα στυλό –αναρωτήθηκε αν την είχε πηδήξει τελικά ο μαλλιάς. Σιγά μην του ξέφευγε! Αν δεν είχε γίνει ήδη, θα γινόταν σύντομα. Γαμημένο φρικιό!
Έχασε την όρεξή του για τη συνέχεια –έμενε ακόμα ένα τέταρτο μαθήματος, αλλά είχε κι αυτός βαρεθεί. Σαν τους φοιτητές.
«Δεν σας ενδιαφέρουν και πολύ όλα αυτά», είπε χαμηλόφωνα.
Οι φοιτητές δεν απάντησαν. Νανουρισμένοι από την παράδοση, θεώρησαν την τελευταία φράση, συνέχειά της.
«Τι σας ενδιαφέρει τελικά;» φώναξε.
Οι φοιτητές έδειξαν να ξυπνάνε. Συμβαίνει πάντα με τις ερωτήσεις. Ο φόβος της υποχρέωσης για απάντηση τρομοκρατεί τα παιδιά που δεν έχουν ακόμα αποβάλλει τα σχολικά τους σύνδρομα.
«Εσύ –εκεί πίσω, με την πράσινη μπλούζα. Τι σε ενδιαφέρει; Τι κάνεις εδώ;»
Ο πιτσιρικάς έξυσε την αφάνα του, αμήχανα.
«Εεεε, παρακολουθώ την παράδοση».
«Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Οτι παρακολουθείς –όχι, όχι, ψέματα –οτι ακολουθείς την παράδοση και σε λίγο θα της παραδοθείς αμαχητί -εκλιπαρώντας να σε ρουφήξει η παράδοση. Και μετά;»
Ο φοιτητής κοίταζε αμίλητος. Όπως και οι υπόλοιποι. Αμίλητοι. Ήξερε τι σκέφτονταν. «Σάλταρε ο επίκουρος!» το έγραφαν ήδη στα μάτια τους σα μαρκίζα νυχτερινού κέντρου. Δεν τολμούσε να κοιτάξει εκείνη.
«Μετά θα αποκτήσετε οτι ακριβώς θελήσατε, μόνο που δεν θα σας φτάνουν. Ποτέ δεν θα είναι αρκετά. Και δεν θα τολμήσετε ποτέ να αναρωτηθείτε γιατί καταντήσατε έτσι».
Έβγαλε τα γυαλιά του, για να τα καθαρίσει –θυμήθηκε πως, μόλις πριν λίγο το είχε ξανακάνει. Τα ξαναφόρεσε.
«Αυτά για σήμερα. Μπορείτε να πηγαίνετε».
Τους γύρισε την πλάτη και άρχισε να μαζεύει τις σημειώσεις του. Ένιωθε ξεφτιλισμένος. Όχι για την παραβίαση του διδακτικού προγράμματος, ούτε για την προσωπική νότα παρωχημένης διαμαρτυρίας με την οποία έκλεισε το μάθημα. Καθώς οδηγούσε το πρωί, ένας μαλάκας τον έκλεισε από το πουθενά. Κόρναρε ξαφνιασμένος. Ο μαλάκας είχε βγάλει το κεφάλι από το αυτοκίνητό του και τον είχε σκυλοβρίσει. Χωρίς αυτός να απαντήσει τίποτα. Ξεφτίλας.
Προχώρησε στο διάδρομο με τις σημειώσεις παραμάσχαλα.
«Μπορώ να σας απασχολήσω για λίγο;»
Εκείνη. Την χάζεψε, μετρώντας τα σκουλαρίκια που πλαισίωναν το πρόσωπό της. Κάτω από τα ασημένια μαλλιά.
«Για ποιο θέμα πρόκειται;»
«Να ... σκεφτόμουν .... μήπως γίνεται να πάρω τη διπλωματική μου στο μάθημά σας ...»
Την κοίταζε σα χάχας.
«Αν έχετε χρόνο», συμπλήρωσε η κοπέλα.
«Ελάτε στο γραφείο μου».
Της γύρισε την πλάτη κι αυτή τον ακολούθησε –δεν ήταν δυνατό να διακρίνει την ηλίθια αμηχανία του.
Στο γραφείο βρισκόταν ήδη ο ένας από τους δυο επίκουρους –ο γλειώδης χοντρός.
«Τι χαμπάρια Σάντυ; Πως από τα μέρη μας;» χαιρέτησε την κοπέλα.
Τακτοποιούσε τις σημειώσεις του στα συρτάρια κι έτσι δεν άκουσε την απάντηση της κοπέλας. Κάθισε, έχοντάς την απέναντί του.
«Τι θέμα θα σας ενδιέφερε για διπλωματική;» ρώτησε απότομα.
«Δεν έχετε κάτι να μου προτείνετε;»
Έβγαλε ένα τσιγάρο και το στριφογύρισε στα δάχτυλά του. Είχε να της προτείνει. Μια βόλτα δίπλα στη θάλασσα και μετά μπαράκια –ποτά μέχρι να βρεθούν αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι του. Ξημερώματα. Ήταν αυτά θέματα διπλωματικής; Γέλασε.
Η κοπέλα τον κοίταξε απορημένη.
«Κοιτάξτε συναδέλφισσα», τι μαλακία προσφώνηση! Σαν εκπρόσωπος της ΠΣΚ ακουγόταν. Νυν ΠΚΣ! «Τέλος πάντων, αυτό που θέλω να πω είναι οτι το μάθημά μου δεν έχει βαρύτητα ... υποχρεωτικού. Νομίζω λοιπόν πως δεν θα ήταν καλή ιδέα μια διπλωματική σε μένα. Δεν θα είχε τίποτα να προσφέρει στο πτυχίο σας».
«Λίγο με ενδιαφέρει το πτυχίο. Δεν ξέρω αν θα το πάρω καν», είπε απαλά η κοπέλα.
Εκατοντάδες ερωτήσεις τον πλημμύρισαν, αλλά κρατήθηκε. Κάθε προσπάθεια προσέγγισης της κοπέλας θα ήταν παγίδα. Δεν ήθελε να την ξέρει, δεν έπρεπε να την θυμάται.
«Γιατί αποφασίσατε να κάνετε διπλωματική στο μάθημά μου;» αυτή έμοιαζε για σωστή ερώτηση.
«Επειδή είπατε όλα αυτά –προηγουμένως. Μέσα στην αίθουσα. Δεν θέλω να με ρουφήξει καμιά παράδοση, ούτε να καταντήσω έτσι όπως περιγράψατε».
«Και πιστεύετε πως μια διπλωματική θα σας σώσει;»
«Όχι. Αλλά πιστεύω πως θα είναι μια καλή αρχή».
Χαμογέλασαν.
«Μακάρι κοπέλα μου», ένιωσε καλύτερα –του άρεσε αυτή η προσφώνηση. «Εγώ δεν είμαι τόσο αισιόδοξος ....σε γενικότερα πλαίσια ... Τέλος πάντων, περίμενε να σου φέρω κάποιο θεματολόγιο».
Η κοπέλα χαμογέλασε τυπικά καθώς εκείνος σηκωνόταν.
«Σάντυ», είπε.
«Τι πράγμα;» έκανε αυτός απορημένος.
«Σάντυ με λένε. Αφού θα συνεργαστούμε κι αφού σταματήσατε τον πληθυντικό ...»
«Σάντυ, μάλιστα. Από που βγαίνει;»
Η κοπέλα, συνοφρυώθηκε.
«Πρέπει να το συζητήσουμε αυτό;»
«Καλά –δεν έχει σημασία. Λέγε με Μιχάλη –όλοι έτσι με φωνάζουν άλλωστε».
«Εντάξει», είπε η κοπέλα.
Πέρασε δίπλα της με ορθάνοιχτα ρουθούνια προσπαθώντας να κλέψει κάτι από το άρωμά της. Ψαχούλεψε στη βιβλιοθήκη.
«Κυριακή!» αναφώνησε.
«Τι πράγμα;» πετάχτηκε η κοπέλα.
«Το ‘Σάντυ’ βγαίνει από το ‘Κυριακή’ –σωστά;»
Η κοπέλα σούφρωσε χαριτωμένα τα χείλια της.
«Αρχίζω να μετανιώνω σχετικά με την επιλογή της διπλωματικής μου», είπε.
«Μην αγχώνεσαι –είναι ακόμα νωρίς. Στη πορεία θα βρεις εκατοντάδες σημαντικότερους λόγους για να μετανιώσεις. Είμαι βέβαιος γι΄αυτό .... Κούλα», είπε γελώντας καθώς κατέβαζε μερικές φωτοτυπίες δεμένες με σπιράλ.
Η κοπέλα πίσω του χτύπησε το χέρι στο γραφείο καθώς η τσάντα της άδειαζε καπνοσακούλες, φίλτρα, αναπτήρες και γυναικεία είδη στο πάτωμα. Αυτή τη φορά δεν μπορούσε να πετάξει τον αναπτήρα της στο κεφάλι του εξυπνάκια –για περισσότερους από έναν λόγους.
«Είναι σούπερ σου λέω! Παίρνει τα, ότι νάναι, ντοκς που του δίνω και αντί να μου τα πετάξει στα μούτρα –κάνει διορθώσεις! Δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο να τελειώσω διπλωματική με άλλον. Ακόμα κι όταν με πιάνουν οι μαύρες μου και του δίνω σκέτα κόπυ πέιστ δεν λέει κουβέντα. Τα σενιάρει και μου τα δίνει πίσω με κάτι γλυκούλικες παρατηρήσεις. Τρελλή έμπνευση είχα που του ζήτησα θέμα. Μέχρι και πτυχίο με βλέπω να παίρνω!»
«’Ντάξει. Πες κατευθείαν οτι του ΄κατσες και κόψε τις σάλτσες. Για χαζή με περνάς;»
«Χαζή είσαι! Και βλαμμένη. Σιγά μην του καθόμουν!»
«Γιατί; Σου πέφτει λίγος; Ξέρω μπόλικες που θα του κάθονταν ακόμα και για τη φάση. Δεν είναι δα και κανένας χάλιας!»
«Μαλακισμένη –κόφτο! Ούτε έγινε, ούτε θα γίνει τίποτα. Ξηγηθήκαμε;»
«Καλά γιατί αρπάζεσαι; Πολύ εύθικτη μας έγινες!»
«Μα -λες βλακείες! Γι΄αυτό».
«Σάντυ;» η άλλη κοπέλα έσκυψε πάνω από το σιδερένιο τραπέζι για να την πλησιάσει.
«Έλα».
«Τον γουστάρεις –έτσι;»
«Δεν είσαι καλά!»
«Τον γουστάρεις!»
«Κάπου τον ξέρω αυτόν -απέναντι».
Καθόταν πίνοντας μπύρες στο καφέ του πεζοδρόμου. Είχε κλείσει το μαγαζί –μισή ώρα νωρίτερα. Βαριόταν να πάει σπίτι, κάποιοι, κάτι κανόνιζαν για αργά το βράδυ. Κάτι που το βαριόταν επίσης. Ποτά στο καινούργιο ξενέρωτο μπαρ, στην καινούργια μοδάτη περιοχή που ανακάλυψε το συνηθισμένο πλήθος κόσμου. Ίδια σκατά, διαφορετική συνοικία. Και τι να έκανε δηλαδή; Η άλλη επιλογή ήταν οι τέσσερις τοίχοι.
Άδειασε τη δεύτερη μπύρα του χαζεύοντας την πιτσιρικαρία –έψαξε με το βλέμμα τη σερβιτόρα για να ξαναπαραγγείλει. Τότε την είδε –απόρησε κιόλας που δεν την είχε προσέξει προηγουμένως. Σχεδόν απέναντί του.
Χειρονομούσε έντονα στην άχαρη κοκαλιάρα που καθόταν μαζί της –επιβεβαιώνοντας τη θεωρία της «όμορφης που πάει πάντα παρέα με μια άσχημη». Γιατί συνέβαινε αυτό άραγε; Επειδή η όμορφη φοβόταν τον ανταγωνισμό; Επειδή η άσχημη ήθελε να μαζέψει ότι περίσσευε από τον περίγυρο της όμορφης; Ποιος να ξέρει;
Ήταν φωτεινά όμορφη σήμερα.
Έψαχνε τρόπο να βγει από τη δύσκολη θέση όταν τον είδε.
Την κοίταζε κι αυτός. Χαμογέλασε. Τη χαιρέτησε.
«Τι κάνεις Κούλα; Όλα καλά;»
Τον θυμήθηκε αμέσως. Σήκωσε το ποτήρι και τον απείλησε από μακριά. Εκείνος ξεκαρδίστηκε. Πήρε τη μπύρα και πλησίασε στο τραπέζι τους, κάθισε στην άδεια καρέκλα σταυροπόδι.
«Τι χαμπάρια;» ξαναρώτησε.
«Βλέπω πως δεν βάζεις μυαλό εσύ!» είπε δήθεν θιγμένη η Σάντυ. «Μάλλον έχεις βαρεθεί τη ζωή σου».
«Μπα –μάλλον η ζωή με έχει βαρεθεί», σχολίασε αυτός.
Η Σάντυ του σύστησε τη φίλη της. Εκείνος αδιαφόρησε ευγενικά.
«Ελπίζω να μην ξανάμπλεξες σε φασαρίες», είπε.
«Όχι ακόμα», διαπίστωσε η Σάντυ. «Αλήθεια –ξαναπέρασα την επόμενη μέρα από την πολυκατοικία. Η πόρτα ήταν κλειστή. Πως έτυχε να είναι ανοιχτή όταν μπήκαμε μέσα;»
«Συμπαντικές συγκυρίες αγαπητή μου. Και μια τζιβάνα λιγότερη στο πακέτο των τσιγάρων μου –την οποία φρόντισα να απομακρύνω από την κλειδαριά όταν φεύγαμε», είπε χαμογελαστός.
«Όλα προμελετημένα λοιπόν», θαύμασε η κοπέλα.
«Για τι πράγμα μιλάτε;» πετάχτηκε η φιλενάδα.
«Τίποτα –κάτι δικά μας», είπε η Σάντυ.
Εκείνος πάλεψε να κρύψει την αυταρέσκεια που του προκάλεσε η τελευταία της πρόταση.
«Ήταν κάτι γραμμένο με μαρκαδόρο στο πλάι της πόρτας ...» θυμήθηκε η Σάντυ.
«Ο Α Πουκ ήταν εδώ», είπε εκείνος.
«Τι θα πει αυτό;»
«Μπάροουζ».
«Ποιος είναι αυτός;» ξαναπετάχτηκε η φιλενάδα.
«Ο γέρος στο βιντεοκλίπ των U2», ενθουσιάστηκε η Σάντυ.
Δεν έκανε κανένα σχόλιο στην παρατήρησή της. Το βιντεοκλίπ; Δεν το είχε δει –αλλά ήξερε για ποιο τραγούδι μιλούσε η κοπέλα. «Φτωχέ Γουίλιαμ, άδικα κράτησες την αναπνοή σου στα παζάρια της Ανατολής –ένας κομπάρσος των U2 -αυτό θα θυμούνται». Σκέφτηκε αλλά προτίμησε να μη μιλήσει.
«Αυτός είναι ο Α Πουκ;»
«Όχι. Ένας θεός των Μάγιας ...»
«Και τι σημαίνει;»
«Τίποτα. Απλά, έτυχε να περνάει εκείνη τη μέρα από το πεζοδρόμιο και είπα να το σημειώσω», μουρμούρισε πριν βυθιστεί σε σκέψεις.
«Δεν καταλαβαίνω».
«Δεν χρειάζεται».
Η Σάντυ σκοτείνιασε. Μαλάκες σαραντάρηδες που νομίζουν οτι τα ξέρουν όλα!
Εκείνος σηκώθηκε.
«Λέω να βγάλω βόλτα τον ‘Ληστή’ αυτές τις μέρες. Έτσι, για ξεσκούριασμα. Ενδιαφέρεσαι;»
«Ποιος είναι ο Ληστής;»
«Η μηχανή μου»
«Α, έχεις μηχανή;»
«Αυτό είπα μόλις τώρα. Ψήνεσαι για καμιά βόλτα μέχρι όπου μας βγάλει;»
«Δεν τρελαίνομαι για μηχανές. Έχω και μια διπλωματική που τρέχει ...»
«Εντάξει. Αύριο το μεσημέρι. Από που να περάσω;»
«Στη σχολή θα είμαι. Αλλά ...»
«Σύμφωνοι. Τα λέμε αύριο».
Σηκώθηκε αφήνοντας απλήρωτες τις μπύρες. Τι σκατά τον είχε πιάσει και φέρθηκε τόσο μαλακισμένα; Σαν έμπειρος σε παιδάκι –όπως ακριβώς φέρονταν οι μεγαλύτεροι στη δική του γενιά. Τι ήθελε να αποδείξει;
Θα πήγαινε σπίτι και δεν υπήρχε περίπτωση να σηκώσει το τηλέφωνο. Ας τραβιόντουσαν οι άλλοι μόνοι τους στο στριμωγμένο μπαρ. Είχε όρεξη να ακούσει δίσκους μέχρι να ξημερώσει, παρέα με τα απομεινάρια της κάβας του. Η υπεροψία των μεγαλύτερων είναι το τελευταίο ανάχωμα μπροστά στο απειλή ξεβρακώματος που εκπροσωπούν μόνιμα οι πιτσιρικάδες. Συνειδητοποίησε.
Ξύπνησε νωρίτερα από τις άλλες μέρες. Έπρεπε να παραδώσει κάτι διορθώσεις για τη διπλωματική της –ξόδεψε περισσότερη ώρα από οτι συνήθως για να ντυθεί. Θα έπαιρνε μαζί της και το δερμάτινο μπουφάν –είχε ακούσει πως κάνει κρύο όταν τρέχουν οι μηχανές. Ξεκίνησε να βάφεται. Μήπως έπρεπε να βγάλει μερικά σκουλαρίκια; Δεν ήθελε να σκαλώσουν σε κανένα κράνος!
Άφησε το νερό να τρέχει πάνω του για πολύ ώρα, προσπαθώντας να ξεπλύνει τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ. Που είχε θαμμένο το δεύτερο κράνος; Έλπιζε να πάρει μπροστά η μηχανή –κόντευε χρόνος που δεν την είχε μετακινήσει από το γκαράζ. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη καπνίζοντας. Γκρίζαρε επικίνδυνα, καλύτερα να έπιανε τα μαλλιά του αλογοούρα. Πότε πρόλαβε να γεράσει;
Οδηγούσε βιαστικά –σήμερα θα του έφερνε υλικό από την διπλωματική της η Σάντυ. Το αυτοκίνητο στο διπλανό ρεύμα έβγαλε φλας και άλλαξε αυτόματα λωρίδα –φρέναρε πανικόβλητος.
«Είσαι μαλάκας;» είπε μέσα από το κλειστό τζάμι.
«Τι είπες ρε; Άντε γαμήσου», του φώναξε ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου.
Δεν έδωσε σημασία. Ο τελευταίος μήνας ήταν υπέροχος. Μιλούσε στη Σάντυ κι εκείνη έδειχνε να κρέμεται από το στόμα του. Έδειχνε να διασκεδάζει με ότι αστείο της έλεγε. Μια φορά μάλιστα τον είχε ακουμπήσει, ίσως τυχαία, είχε αφήσει τα δάχτυλά της για λίγη ώρα να περπατήσουν στους ώμους του –σε μια υποψία εξερεύνησης. Ρώτησε τότε αν γυμναζόταν, επειδή της είχε φανεί πολύ σφιχτός. «Σφιχτά είναι μόνο τα αυγά», είχε σχολιάσει βλακωδώς εκείνος. Σήμερα θα της ζητούσε να πάνε για φαγητό μαζί. Δεν ήταν κακό –δεν έκρυβε τίποτα πονηρό ή επικίνδυνο. Ένας καθηγητής κάνει το τραπέζι σε μια φοιτήτριά του. Και τι έγινε δηλαδή;
«Εμένα είπες μαλάκα ρε;» ο οδηγός από το διπλανό αυτοκίνητο εξακολουθούσε να ωρύεται.
Τον αγνόησε. Θα της ζητούσε να πάνε για φαγητό –χέστηκε αν ήταν καλό, κακό, πονηρό, αθώο ... Κι αν αρνιόταν; Δεν θα αρνιόταν.
Έκανε το γύρο του τετραγώνου ζεσταίνοντας τη μηχανή. Ένιωθε τα φρένα να συναντάνε σιγά –σιγά τις χαρακιές των δίσκων όσο ο κινητήρας έψαχνε τις ρυθμίσεις του. Η εξάτμιση έφτυσε άκαυστη βενζίνη χωρίς να πνιγεί. Τα λάστιχα όμως ήθελαν ακόμα ζέσταμα. Πήρε τον μακρύ δρόμο για το κέντρο –ήθελε να είναι όλα στην εντέλεια όταν θα την συναντούσε.
«Δεν έχεις κάνει όλα όσα είπαμε», της είπε αποφεύγοντας να την κοιτάξει.
«Δεν ήμουν και στις καλύτερές μου αυτές τις μέρες», παραδέχτηκε εκείνη.
«Ναι, αλλά δεν θα τελειώσουμε ποτέ –με αυτόν το ρυθμό».
«Ποιος σου είπε πως θέλω να τελειώσω την διπλωματική μου γρήγορα;»
Την κοίταξε.
Του χαμογέλασε.
«Τι εννοείς;»
«Πως μου αρέσει να δουλεύουμε μαζί».
Έβγαλε τα γυαλιά του. Δεν έκρυψε την αμηχανία του.
«Τι είναι αυτό; Τσαχπινιά για να αποφύγεις την παρατήρηση;»
Πετάχτηκε στον αέρα.
«Για τέτοιο άτομο με έχεις;»
Κοκκίνισε κιόλας, γιατί αυτός ήταν μαλάκας. Μεγάλος μαλάκας! Και δεν έπρεπε να του έχει δείξει τίποτα –τώρα θα την ειρωνευόταν. Σα μεγάλος μαλάκας που ήταν! Μάζεψε τα πράγματά της.
«Σάντυ, περίμενε λίγο».
«Τι να περιμένω; Να μου πεις οτι σου την πέφτω κιόλας; Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου!»
«Δεν σκέφτηκα οτι μου την πέφτεις. Όχι οτι θα με ενοχλούσε δηλαδή ...»
Ζαλίστηκε. Μετάνιωσε για οτι είχε μόλις πει, αλλά ήταν αργά να το μαζέψει. Η κοπέλα τον κοίταζε έκπληκτη –τι να σκεφτόταν άραγε;
Η Σάντυ έψαχνε να δει αν εκείνος τη δούλευε. Κι αν σοβαρολογούσε; Τον φαντάστηκε να την κρατάει αγκαλιά –που; Φορούσαν τα ρούχα τους; Φρίκαρε. Δεν ήταν άσχημος, αλλά ...
Φρίκαρε.
Άφησε τα μισά από τα υπάρχοντά της πάνω στο γραφείο του και πετάχτηκε σα σίφουνας έξω από τη μισάνοιχτη πόρτα. Έτρεξε στις σκάλες, άκουσε βήματα πίσω της. Θα πανικοβαλλόταν –αλλά τα βήματα έγιναν πλέον μακρινά. Διστακτικά.
Βγήκε στο προαύλιο της σχολής. Έτρεχε.
«Διακρίνω κάποια ασυγκράτητη έλξη προς το πρόσωπό μου;» ρώτησε ο Γιάννης με δήθεν υφάκι.
«Πάμε να φύγουμε. Γρήγορα», φώναξε η Σάντυ ανεβαίνοντας πίσω του στη μηχανή.
«Κάτσε ρε άσπρε σίφουνα. Περίμενε να σου δώσω το κράνος σου».
«Πιο κάτω. Πάμε τώρα και σταματάμε λίγο παρακάτω. Φύγε γαμώτο!»
Γκάζωσε ξαφνιασμένος ενώ η Σάντυ ακουμπούσε το πρόσωπό της στην πλάτη του. Σταμάτησε ακόμα και να αναπνέει για να τη νιώσει καλύτερα.
Τους έβλεπε να ξεμακραίνουν, παγωμένος στην κεντρική είσοδο της σχολής. Ένιωθε κι αυτό το βάρος στους ώμους, τους «γυμνασμένους» ... Πόσο ηλίθιος ήταν; Ο μαλλιάς είχε την κοπέλα από την μέρα που τους είδε να χώνονται μαζί στην πολυκατοικία. Πως του είχε περάσει από το μυαλό οτι θα είχε κάποια τύχη μαζί της; Ο μαλλιάς δεν ήταν χτεσινός για να χάσει τόσο εύκολα μια τέτοια γυναίκα. Γυναίκα! «Θα μπορούσε άνετα να είναι κόρη σου». Όχι άνετα –αλλά θα μπορούσε.
Πήρε το δρόμο για το πάρκινγκ των καθηγητών σκεβρωμένος. Είχε μια καλή σχέση, βαρετή, μονότονη, με μια γυναίκα της ηλικίας του. Είχε χάσει το παιχνίδι ενώ ο μαλλιάς ήταν ακόμα μέσα στην παρτίδα. Τι ζήταγε τώρα; Δεν μπορείς να ποντάρεις όταν έχεις εξαργυρώσει τις μάρκες σου. Τέλειωσες!
Μπήκε στο αυτοκίνητο έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Τόσα χρόνια γκρέμισε την ανεπάρκειά του για να χτίσει ένα σπίτι χωρίς πόρτες. Από που θα βγεις; Από που θα μπεις; Ξεκίνησε ψάχνοντας τη θήκη με τα CD. Ένα γαμημένο δωδεκαμετράκι, με φασαριόζικες κιθάρες –τι ζητούσε τέλος πάντων;
Ο μαλάκας πετάχτηκε από το πουθενά και του έκλεισε το δρόμο. Κόρναρε από συνήθεια.
«Τι θες ρε καραγκιόζη; Δε φτάνει που πας σαν κότα –κορνάρεις κι από πάνω;» είπε ο άντρας με το κεφάλι έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου.
«Πιάσε δεξιά», του υπέδειξε ήρεμα ο Μιχάλης.
«Τι θες τώρα; Τσαμπουκάδες;» ούρλιαξε ο άντρας.
«Πιάσε δεξιά», ξανάπε ο Μιχάλης και έκλεισε τον δρόμο μπροστά από το άλλο αυτοκίνητο.
Βγήκαν έξω.
«Το παίζεις μάγκας ρε γυαλάκια; Θες να σε γαμήσω; Μίλα ρε –τι γελάς;»
Ο άντρας έβγαζε αφρούς βλέποντας το Μιχάλη διπλωμένο στη μέση του δρόμου. Ξεκαρδισμένο στα γέλια.
«Γελάω γιατί μόλις είπες τις τελευταίες σου κουβέντες», επισήμανε ο Μιχάλης.
Μετά, βρέθηκε στον αέρα ουρλιάζοντας –ο άλλος άντρας τα χρειάστηκε.
Γι΄αυτό, μάλλον, δεν κοίταξε να προστατευτεί από τα τεντωμένα δάχτυλα που σημάδευαν κατευθείαν τα μάτια του.
Κι ο Μιχάλης κρεμόταν στον αέρα, ανοίγοντας πόρτες με τα δάχτυλα, ψάχνοντας τη χαμένη του ανεπάρκεια. Ούρλιαζε γιατί δεν ήταν ικανός ούτε να κλάψει, εδώ και κάτι χρόνια.
«Βγάλε και για μένα φύλλο σ΄αυτή την παρτίδα –ακούς μαλλιά;»