Δεν έχω γνωρίσει πολλούς σημαντικούς ανθρώπους. Εννοώ, ότι ξέρω πολλούς καταπληκτικούς, ξεχωριστούς, ιδιαίτερους –ακόμα και ηρωικούς. Αλλά είναι κάποιοι που περπατάνε στο νερό και μετά το κάνουν κρασί για να κεράσουν ανάπηρους που περπατάνε κουβαλώντας τα κρεβάτια τους. Έχεις την εικόνα; Γι’ αυτό ακριβώς μιλάω –μην το ψάχνεις.
Αυτή λοιπόν ήταν σημαντική κι αν θέλεις να βάλεις κάτι ακόμα σε προτρέπω να το κάνεις, δεν θα πέσεις πολύ έξω. Όταν εγώ ήμουν νέος υπάλληλος στο Δημόσιο, σε μια Υπηρεσία με «ανθρώπινο πρόσωπο» -περίεργο, αλλά συμβαίνει καμιά φορά. Κάποια μέρα ήρθε η φήμη της, σαρωτική σαν αύξηση φορολογικού συντελεστή, τρομακτική σαν ανεμοστρόβιλος σε παραπήγματα και απλώθηκε στα διπλανά γραφεία για να της στρώσει τον δρόμο.
«Επιστρέφει από τις Βρυξέλλες, έληξε η θητεία της στην Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία, έρχεται για Διευθύντρια σε μας!» Μαζική υστερία! Γυναίκες που έψαχναν τη νομοθεσία για πρόωρη συνταξιοδότηση, άντρες που παρακαλούσαν για μετάταξη, κοπέλες που πηδούσαν από τα μπαλκόνια. Εντάξει –όχι κι έτσι. Αλλά περίπου.
Δεν ήξερα. Είχα και τις δικές μου σκοτούρες –τραβιόμουν με κάποιο πρόγραμμα που με είχε βάλει στις παρυφές του κυκλώνα, αφού ήμουν επαρκώς ασήμαντος για να μπω στο μάτι του. Ρώτησα.
«Ποια είναι αυτή ρε παιδιά;»
«Σκύλα!»
«Τόσο πολύ;»
«Και λίγα λέμε. Ξέχνα τις άδειες, ξέχνα τη χαλαρότητα, ξέχνα την κατανόηση. Θα πήξεις όσο δεν μπορείς να φανταστείς και μετά τα πράγματα θα σφίξουν ακόμα περισσότερο».
«Τι λέτε ρε;»
«Αυτό που ακούς. Σκύλα αφιονισμένη».
Έτσι έλεγαν οι φήμες. Άκουγα ιστορίες για κοπέλες που έκλαιγαν κρυμμένες στις τουαλέτες γιατί αυτή σιχαινόταν να βλέπει γυναίκες που κλαίνε. Γινόταν έξαλλη και τις ξεφορτωνόταν –σα μύγες που ζουζουνίζουν σε ξενοδοχείο 5 αστέρων. Άκουγα διηγήσεις για Γενικούς Γραμματείς που έψαχναν τον Υπουργό για να υποβάλλουν παραίτηση –τσακισμένοι από την επιμονή της. Άκουγα, άκουγα …
Και μετά άλλαξα Διεύθυνση. Δεν το επεδίωξα –απλά έτυχε να χρειάζονται κάποιον ασήμαντο σε μια σημαντική θέση -δεν δυσκολεύτηκαν να με εντοπίσουν.
Ήμουν πάνω στη μεταφορά των προσωπικών μου ειδών όταν την συνάντησα στο πλάι του παλιού μου γραφείου. Είχα ανοιχτό ακόμα εκείνο το πρόγραμμα, χρειαζόμουν τον παλιό μου υπολογιστή για να κανονίσω κάποιες συναντήσεις. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα που είχε μπει στην πέμπτη της δεκαετία –ήσυχη μου φάνηκε, ευγενική.
«Δεν σας πειράζει που χρησιμοποιώ τον χώρο σας. Δεν είναι έτοιμο ακόμα το γραφείο μου …»
«Μα τι λέτε; Κάντε δουλειά σας!»
Αυτά. Μετά την ξέχασα, μέχρι την επόμενη φορά που γύρισα στο παλιό μου γραφείο και την βρήκα ακόμα εκεί.
«Καλημέρα σας».
«Γεια σας. Ακόμα δεν τακτοποιηθήκατε;»
«Ακόμα».
Στοίβαξα κάτι έγγραφα σε φακέλους για να τα μεταφέρω …
«Βλέπω, φροντίσατε να δραπετεύσετε από τη Διεύθυνση πριν ακόμα έρθω».
«Εγώ; Μα τι λέτε;»
«Στον ενικό παρακαλώ!»
Το σκέφτηκα. Τι ακριβώς ήταν αυτή η γυναίκα;
«Δεν δραπέτευσα, ούτε την κοπάνησα. Απλά με έβαλαν σε διαφορετική Διεύθυνση, δεν τους το ζήτησα εγώ. Ούτε σε ήξερα από παλιότερα –άρα, γιατί να την κοπανήσω;»
«Κρίμα», είπε κουρασμένα. «Γιατί θα αλλάξουν πολλά σε αυτή τη Διεύθυνση και χρειαζόμουν καινούργια άτομα».
«Ναι κρίμα», συμφώνησα καθαρά από ευγένεια. Και μετά, αποφάσισα να τη δοκιμάσω. Θέλεις γιατί χρειαζόμουν κάποια στήριξη στο κολλημένο μου πρόγραμμα και ήξερα πως αυτή ήταν αρκετά δυνατή για να μου την παράσχει; Θέλεις από περιέργεια; Ποιος ξέρει.
«Δηλαδή, τι θα αλλάξεις; Δεν καταλαβαίνω. Εδώ δεν γίνεται τίποτα. Εδώ έχουμε υποθέσεις που δεν κουνιούνται ούτε με μπουλντόζα».
Εκείνη την εποχή, κάποιο από τα ερευνητικά ιδρύματα που εποπτεύαμε, είχε μείνει χωρίς Διοικητικό Συμβούλιο. Ο Υπουργός δεν δεχόταν να υπογράψει την Απόφαση Σύστασης, γιατί υπήρχαν δυο κενές θέσεις και βαριόταν να ψάξει ποιοι θα τις καλύψουν. Ο Γενικός Γραμματέας δεν πρότεινε άτομα για να μην τσακωθεί με αυτούς που θα άφηνε απέξω. Κι ο απερχόμενος Διευθυντής περίμενε να πέσουν τα άτομα από τον ουρανό. Όσο αυτό δεν γινόταν, οι εργαζόμενοι δεν πληρώνονταν, οι καθαρίστριες δεν μάζευαν τα σκουπίδια και τα καλοριφέρ δεν ζέσταιναν. Γραφειοκρατική παράλυση. Της τα είπα.
«Εντάξει, αυτό λύνεται εύκολα», μου απάντησε και φαινόταν να το εννοεί.
Ακόμα ένα άτομο χωρίς επαφή με την πραγματικότητα –συμπέρανα. Το συγκεκριμένο θέμα βάλτωνε για περισσότερο από ένα χρόνο. Την λυπόμουν προκαταβολικά! Αλλά, όχι πολύ. Γιατί είχε αρχίσει να μου τη δίνει η σιγουριά της που μετατρεπόταν σε απαξίωση για όλους εμάς τους υπόλοιπους. «Τι δηλαδή; Μπρίκια κολλάμε εμείς; Ήρθε η κυρία από τας Βρυξέλλας να μας μάθει τη δουλειά μας;»
Γι΄αυτό ακριβώς είχε έρθει. Πήρε την απόφαση που λίμναζε στα βαλτόνερα του πρωτοκόλλου, συμπλήρωσε δυο ονόματα από τον κατάλογο υποψηφίων, «γιατί αυτοί;» εξοργίστηκε ο Γενικός Γραμματέας, «έχεις άλλους να προτείνεις;» τον ρώτησε εκείνη, «δεν είναι έτσι απλά τα πράγματα, θέλει σκέψη», ομολόγησε ο Γενικός, «σκέψου το εσύ όσο θέλεις –εγώ πάω την Απόφαση στον Υπουργό, με ή χωρίς την υπογραφή σου». Είχε πει.
Και το είχε κάνει. Στρώθηκε έξω από το γραφείο του Υπουργού, μια ολόκληρη βδομάδα, με την Απόφαση στα χέρια. Από το πρωί ως το βράδυ και πάλι πίσω. Μέχρι που βαρέθηκε να την αγνοεί ο Υπουργός και υπέγραψε πανηγυρικά την Απόφαση.
Είχε γυρίσει νικήτρια, αλλά χωρίς χαμόγελα και τυμπανοκρουσίες. Κάποιοι ήθελαν να τη συγχαρούν –δεν είχε χρόνο. Κάποιοι άλλοι ήθελαν να την αμφισβητήσουν –και, όντως το έκαναν γιατί αυτοί είχαν χρόνο.
Εμένα πάντως με έπεισε. Όχι ότι μπορεί να κάνει τα πάντα –όχι ακόμα –αλλά πως έχει διάθεση να το παλέψει. Γι΄αυτό και την έμπλεξα στο κολλημένο μου πρόγραμμα. Μαλακία μεγάλη! Ανευθυνότητα νέου υπαλλήλου που νομίζει πως όλα μπορούν να γίνουν αδιαφορώντας για το κόστος. Ξεκόλλησε πρόσκαιρα το πρόγραμμά μου και τσακώθηκε για χάρη του με όλους τους πολιτικούς της φίλους. Γιατί η γυναίκα ήταν πολιτικό πρόσωπο –οργανωμένη από την εποχή της δικτατορίας, στα πρώτα ψευτοαριστερίστικα βήματα του ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια κάπου εκεί γύρω μέσα –έξω από το Κόμμα που ήθελε να λέγεται «Κίνημα». Καταλήγοντας δίπλα στους τεχνοκράτες του Σημίτη πλέον –ένα προφίλ που της πήγαινε γιατί η γυναίκα ήταν μηχανή αποτελεσματικότητας. Και τώρα βρισκόταν, ανεπιθύμητη –από τις πρώτες μέρες που πάτησε το πόδι της στην Ελλάδα. Έφταιγα γι΄αυτό –όχι απόλυτα, βλέπεις έτσι ήταν η φύση αυτής της γυναίκας –αλλά έφταιγα.
Την πήραν από την Υπηρεσία μου και της έδωσαν μια θέση Ειδικής Γραμματέως σε άλλο, κουλτουριάρικο, Υπουργείο –να ησυχάσει το κεφάλι τους. Κι εκείνη πήγε μέσα στην τρελή χαρά γιατί είχε κάποιο σχετικό όραμα, έτσι έλεγε. Αποχαιρετώντας την πρόσεξα τα χέρια της. Πρησμένες παλάμες και δάχτυλα στρεβλωμένα –σαν παιδικό μπαλόνι με πέντε ουρές. Φουσκωμένο το μπαλόνι, ξεφούσκωτες οι ουρές. «Παραμορφωτική αρθρίτιδα» -έτσι μου το είπαν. Χτυπάει σε χέρια και πόδια, ο άτυχος ασθενής είναι σχεδόν ανάπηρος ακόμα κι όταν δεν υποφέρει από φρικτούς πόνους. Ανάπηρη; Αυτή; Μπορείς να το πεις και έτσι. Μόνο που διέθετε περισσότερη ενεργητικότητα από 10 υγιείς υπαλλήλους και έγραφε περισσότερα χιλιόμετρα με το αυτοκίνητό της από ταξιτζή σε πρωινή βάρδια. Ανάπηρη; Αυτή; Ωραίο αστείο!
Δεν είχε περάσει ούτε μήνας στην καινούργια της θέση, όταν με πήρε τηλέφωνο.
«Έλα εδώ, πάρε απόσπαση. Θα κάνουμε φοβερά πράγματα».
«Μα … έχω ένα κάρο υποχρεώσεις εδώ που είμαι!»
«Μαλακίες έχεις! Γραφειοκρατική διεκπεραίωση κάνεις –εδώ μιλάμε για σχεδιασμό! Μην το σκέφτεσαι –πάρε απόσπαση και έλα».
Όσο καιρό δούλευα στο Δημόσιο είχα πάρει ειδίκευση στα Κοινοτικά Προγράμματα. Εκείνη την εποχή κλείναμε το Δεύτερο –πολλή δουλειά, έλεγχοι έργων, μεταφορές αδιάθετων κονδυλίων … Τρέχαμε σαν τα στρουμφάκια με δύσπιστους Κοινοτικούς υπάλληλους πάνω από τα κεφάλια μας, αγωνιζόμασταν να μη χάσουμε δραχμή. Ελέγχαμε, διορθώναμε, υποβάλλαμε … γραφειοκρατική διεκπεραίωση, είχε δίκιο. Εκείνη με ήθελε για τον σχεδιασμό του Τρίτου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης –δημιουργική δουλειά, πάει να πει.
Πέρασα για μια εθιμοτυπική επίσκεψη από το γραφείο της και κατάλαβα αμέσως γιατί τρωγόταν να δουλέψω μαζί της. Ένα καλαίσθητο γραφείο με ακριβά έπιπλα σε κάποιες κυριλέ εγκαταστάσεις –αλλά, αυτό ήταν όλο. Δεν είχε ούτε στυλό να κάνει τη δουλειά της (για υπολογιστή δεν το συζητάμε). Ήταν ξένη σε ένα Υπουργείο που φημιζόταν για τις οικογενειακές του σχέσεις –άνοιγες τον τηλεφωνικό κατάλογο –500 υπάλληλοι μοιράζονταν 50 επώνυμα. Που να χωρέσει αυτή και το όραμά της; Χρειαζόταν κάποιον συνεργάτη και της είχαν δώσει μια γραμματέα κλεπτομανή –δεν κάνω πλάκα. Κλεπτομανής γραμματέας, αλλά με 5 θείες και 25 ξαδέρφια να δουλεύουν στο Υπουργείο. Τέτοια πράγματα.
Το σκέφτηκα. Δεν ήθελα να φύγω –ήμουν καλά βολεμένος στη θέση μου, είχα φίλους και ανθρώπους που χαιρόμουν να τους λέω «καλημέρα». Ήμουν σχεδόν εργασιακά ευτυχισμένος –αν εξαιρέσεις την πανωλεθρία από εκείνο το πρόγραμμα που έλεγα παραπάνω. Μετά την αποχώρησή της μας πήρε η μπάλα και μας σκόρπισε σαν κορίνες του μπόουλινγκ. Τέλος πάντων, έχω γράψει γι΄αυτά παλιότερα –να μην επανέρχομαι.
Δεν ήθελα να φύγω –αυτό ήταν το θέμα, αλλά ένιωθα πως της είχα κάποια υποχρέωση. Με συνάρπαζε και η δουλειά που υποσχόταν, δέχτηκα λοιπόν να ζητήσω απόσπαση. Μετά ήρθε ένας μαρτυρικός μήνας, όπου δούλευα, παράλληλα, και στα δύο Υπουργεία, έτρωγα βρισίδι σε ημερήσια βάση από τον Γενικό μου Γραμματέα –«θέλεις να φύγεις ε; την έχετε δει όλοι σας μεγάλα κεφάλια –τρομάρα σας!» -και περίμενα να γεννηθεί η κόρη μου. «Μια εποχή στην κόλαση» που λέει κι ο ποιητής, μέχρι να πάρω την απόσπασή μου, οπότε είδα τα δόντια της πραγματικής κόλασης –εκείνης που δεν περιγράφουν ούτε καν οι ποιητές.
Ώρες ατέλειωτες, μέρες ολόκληρες πάνω σε προτάσεις, κείμενα σχεδιασμού, πίνακες τεχνικών προδιαγραφών. Αδιάκοπες σελίδες ξεβράζονταν από τον εκτυπωτή –σελίδες που τις είχα μάθει απέξω, γιατί εκείνη έδινε καινούργια έννοια στον χαρακτηρισμό «απαιτητική». Έγραφα, έσβηνα, τύπωνα, έσκιζα -ψάχνοντας να αποτυπώσω τις ιδέες που είχε στο μυαλό της και προσπαθώντας να τις θωρακίσω από όλες τις πάντες. Συνέχεια και συνέχεια. Βρέθηκαν δίπλα μου κι άλλοι δυο άτυχοι –όλοι μαζί πληρώναμε τα ξεσπάσματά της.
«Δεν ξέρετε τίποτα, δεν αξίζετε για τίποτα! Δεν είστε ικανοί να κάνετε το παραμικρό!»
Σε κάποια φάση φόρτωσα.
«Αν δεν σου κάνουμε να μη μένουμε με το ζόρι. Άσε μας να γυρίσουμε στις παλιές μας δουλειές και βρες καλύτερους. Δεν υπάρχει λόγος να σε ταλαιπωρούμε».
Μαζεύτηκε. Ίσως είδε τα όριά μας.
«Πήγαινε στο γραφείο σου και κάνε τη δουλειά σου. Και άσε τις γκρίνιες», μουρμούρισε ενώ εγώ θα την έπνιγα ευχαρίστως.
Μετά από μερικές μέρες, όταν πίναμε κάποιο χαλαρό καφέ μου είχε εκμυστηρευτεί …
«Εντάξει, μπορεί να το παράκανα με τους άλλους. Όμως εσύ είσαι δική μου επιλογή και πρέπει να είμαι αυστηρή μαζί σου. Για να μη νομίζουν οι άλλοι πως σε έφερα βυσματικά –πρέπει να αποδεικνύεις πως αξίζεις τη θέση σου κάθε μέρα. Κατάλαβες;»
«Κατάλαβα ότι δεν μου τα είχες πει αυτά όταν ζήτησες να δουλέψω εδώ. Και δεν μπορώ να παίζω τον σάκο του μποξ, αυτό κατάλαβα».
«Δεν κατάλαβες! Δεν υπάρχουν επιλογές –έτσι είναι τα πράγματα και πρέπει να τα καταφέρουμε. Και, άλλη φορά μη μου αντιμιλήσεις μπροστά στους υπόλοιπους. Αν βλέπεις κάτι λάθος να μου το λες κατ΄ιδίαν. Ο διευθυντής δεν μπορεί να παραδεχτεί το σφάλμα του μπροστά στους υφισταμένους –δεν το ξέρεις αυτό;»
Αμίλητος, σκεφτόμουν που είχα μπλέξει. Άσε που ήξερα πως δεν υπήρχε πλέον διέξοδος –ήμασταν σε αυτό τον δρόμο και έπρεπε να τον τραβήξουμε μέχρι όσο μας έπαιρνε.
Η κόρη μου γεννήθηκε και, με το ζόρι πήρα άδεια να πάω στο μαιευτήριο. Τα μωρά έχουν σκοτούρες, το ξέρεις αυτό και η δουλειά ερχόταν να με βρει κάθε πρωί, άυπνο, διαλυμένο. Δε γαμιέται; Φάση είχε και στην τελική ανάλυση κάναμε όντως πράγματα και θάματα. Εκείνη είχε αναπτύξει μια στρατηγική –έδινε στο ελεεινό υπαλληλικό κατεστημένο του Υπουργείου ένα κομμάτι από την πίτα και αξιοποιούσε το υπόλοιπο, με τον καλύτερο τρόπο. Σαν κατάβαση από καταρράχτη με πατίνι, έτσι έμοιαζε εκείνη η εποχή.
Εκείνη βρισκόταν μονίμως στην τσίτα. Συναντήσεις, διαβουλεύσεις, σχεδιασμός, πολιτική –μια γυναίκα με παραμορφωμένα άκρα προσπαθούσε να σπρώξει ένα ολόκληρο Υπουργείο. Επισκέψεις Κοινοτικών υπαλλήλων, ξεναγήσεις στα κατσάβραχα κι αυτή εκεί –δίπλα τους, με το υπηρεσιακό της ταγέρ και τα τακούνια. Συμφώνησαν σε όλα οι Κοινοτικοί, ενέκριναν τα πάντα –μετά έφυγαν κι αυτή διαλύθηκε. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν πλέον –«πρέπει να εγχειρισθεί επειγόντως για ολική ανάταξη οστών» ήταν η διάγνωση.
«Γαμώ το στανιό μου –τι τα ήθελες τα κατσάβραχα με τη γόβα, αφού τα πόδια σου ήταν σε τέτοια κατάσταση;» γκρίνιαζα χαζεύοντας καμιά δεκαριά βελόνες βιδωμένες σε κάθε κόκαλο που υπήρχε στα πέλματά της. Την είχα επισκεφτεί στο σπίτι της –ανίκανη να περπατήσει, ανίκανη να εξυπηρετηθεί από μόνη της ήταν.
«Και τι ήθελες δεν κατάλαβα δηλαδή! Να με περνάνε για ανάπηρη οι Κοινοτικοί ή να αφήσω τον κάθε γελοίο μόνο του μαζί τους; Άσε τις γκρίνιες και πες μου. ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΦΕΡΕΣ ΤΟΥΣ ΦΑΚΕΛΛΟΥΣ ΠΟΥ ΣΟΥ ΖΗΤΗΣΑ ΣΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ; ΛΕΙΠΩ ΚΑΙ ΤΟ ΕΧΕΤΕ ΡΙΞΕΙ ΣΤΟΝ ΧΑΒΑΛΕ; ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΔΟΥΛΕΙΕΣ!»
«Ρε παιδί μου, μια χαρά πάμε, κάτσε να γίνεις καλά …»
«Δεν περιμένουν αυτά τα πράγματα. Αύριο σας θέλω όλους εδώ να με ενημερώσετε. Εντάξει;»
«Μα …»
«Άσε τις γκρίνιες είπα!»
Έφυγα βρίζοντας για μια ακόμα φορά –μαζί της είχα καταλάβει πως τα όρια της ανθρώπινης υπομονής, μπορούν (υπό προϋποθέσεις) να γίνουν ανεξάντλητα.
Μετά γίναμε αυτοκινούμενη Υπηρεσία. Κάθε δεύτερη μέρα την περνάγαμε σπίτι της –μας περίμενε πάντα ετοιμοπόλεμη.
«Να σε ρωτήσω –ποιος κάνει τις δουλειές του σπιτιού; Ποιος σε βοηθάει; Δεν βλέπω κανέναν όσες φορές έχουμε έρθει».
«Κανένας δεν με βοηθάει. Γιατί να με βοηθάει; Ανήμπορη είμαι;»
Κοίταξα τις βελόνες απέναντι μου κι έβγαλα τον σκασμό. Είχε κάποιο δίκιο –μόνο ανήμπορη δεν ήταν.
Εκείνες τις μέρες μας είχε μιλήσει για τα νεανικά της χρόνια, για τις δύσκολες εποχές που «Πανεπιστήμιο» και «γυναίκα» ήταν όροι ασυμβίβαστοι. Πως είχε φύγει από το χωριό για την πρωτεύουσα, πως είχε φύγει από την πρωτεύουσα για τη Γερμανία. Διδακτορικό τον καιρό της χούντας –εξωφρενικά πράγματα!
Στη Γερμανία είχε γνωρίσει τον έρωτα της ζωής της –έναν φοιτητή με τον οποίο γύρισε τη μισή Ευρώπη, συνεπιβάτης σε μοτοσυκλέτα. Πήγαν και στο χωριό της, όταν τους είδαν οι συχωρεμένοι οι γονείς της κόντεψαν να μείνουν στον τόπο. Δυο φαντάσματα πάνω σε μια σκισμένη σέλα –αργότερα χώρισε με τον φοιτητή.
«Τι να τον κάνω; Εγώ δεν μπορώ να ανεχτώ ούτε τον εαυτό μου, θα ανέχομαι άλλους; Άσε με στην ησυχία μου».
Μόνο αυτά έμαθα για το παρελθόν της.
Όσο ανάρρωνε στο σπίτι, άλλαξε ο Υπουργός. Όταν επέστρεψε στη θέση της βρήκε το χαρτί της παραίτησης να την περιμένει πάνω στο γραφείο. Ο καινούργιος Υπουργός το είχε ετοιμάσει με κάθε επισημότητα –μόνο η υπογραφή της έλειπε. Γιατί ο καινούργιος Υπουργός είχε κάποιο δικό του άτομο –έτσι πάνε τα πράγματα. Άμα έχεις εμπνευσμένη πολιτική θέλεις και τους δικούς σου πεφωτισμένους για να την υλοποιήσουν. Εκείνη δεν χώραγε στο καινούργιο σχήμα –τόσο απλά. Της έβγαλαν κι έναν δεκάρικο για την άοκνη προσφορά της και μετά τράβηξαν το καζανάκι.
Έφυγε και μας άφησε μαλάκες. Σε ένα εχθρικό Υπουργείο με τη στάμπα «άνθρωποι της προηγούμενης ηγεσίας». Μας τύλιξαν, λοιπόν, με σελοφάν και μας έχωσαν στο ψυγείο. Φοβήθηκαν, βλέπεις, να μας διώξουν κι εμάς –γιατί ήξεραν πως έχει ο καιρός γυρίσματα. «Θες να ξαναγυρίσει και να τρέχουμε; Άστους στα αζήτητα –μην τύχει και τους ψάχνει κανένας αύριο!»
Εκείνη έγινε Διοικήτρια νοσοκομείου –ήταν το επόμενο κόλλημά της, με τόσα τρεξίματα που είχε φάει λόγω υγείας. Κόντεψαν να μου πέσουν τα μαλλιά όσο τη φανταζόμουν να κοντράρει το ιατρικό κατεστημένο –εκεί είχαν σπάσει τα μούτρα τους ολόκληροι «πολιτικοί ογκόλιθοι», αυτή, η εύθραυστη, η καχεκτική θα γλίτωνε;
Κι όμως γλίτωσε. Είχα πάει να τη δω μετά από 3-4 μήνες και τρόμαξα να καταλάβω πως έμπαινα σε νοσοκομείο. Κόσμος που χαμογελούσε στους διαδρόμους, καθόλου ουρές έξω από τα ιατρεία, νοσοκόμες που έτρεχαν –διαστημικά πράγματα! Έξω από το γραφείο της ένας άντρας με κινητικά προβλήματα έκανε γραμματεία.
«Πετάτε εδώ μέσα –μπράβο ρε συ!» παρατήρησα.
«Ναι καλά είναι. Βέβαια μου έχουν κάνει 6-7 ΕΔΕ μέχρι σήμερα, αλλά κάτι γίνεται. Τα νοσοκομεία πρέπει να είναι προσανατολισμένα στην ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου. Δεν γίνεται να παθαίνεις κατάθλιψη όταν μπαίνεις για νοσηλεία. Δεν μπορούμε να ανοίγουμε μια πληγή για κάθε μια που θεραπεύουμε», είπε ψάχνοντας κάτι χαρτιά.
«Μεγάλα λόγια», απάντησα πικρόχολα.
«Από κάπου πρέπει να αρχίσει κανείς», γέλασε.
Μιλήσαμε για διάφορα. Η ώρα είχε πάει 8 το βράδυ όταν φύγαμε παρέα. Με το αυτοκίνητό της -πάντα ήθελα να δω πως κατάφερνε να οδηγεί. Στην πίσω πλευρά του νοσοκομείου σταμάτησε, βλέποντας κάποιον να περιφέρεται.
«Τι έγινε Γιάννη; Ήρθαν οι πανσέδες που παραγγείλαμε;»
«Μάλιστα, μάλιστα –θα τους φυτέψουμε αύριο».
«Θα φτιάξουμε έναν καταπληκτικό κήπο εδώ πίσω», είπε σε μένα.
«Γιατί;» αναρωτήθηκα. «Ποιος θα τον βλέπει;»
«Αν τον φτιάξουμε όλο και κάποιος θα τον βλέπει. Άσε που θα βρει λόγο ύπαρξης κι ο κηπουρός. Δέκα χρόνια τον πληρώνουμε για να χτυπάει κάρτα. Ας έχει και κάτι να περιποιείται», μου απάντησε.
Έκανα καιρό να ακούσω νέα της, αφοσιωμένος στην πλήξη μου. Την ξαναθυμήθηκα μετά τις εκλογές –όταν οι ψηφοφόροι αποφάσισαν να αλλάξουν το ΠΑΣΟΚ με τη Ν.Δ., χρησιμοποιώντας το γνωστό κριτήριο ταβέρνας. «Τόσον καιρό, όλο χοιρινό παραγγέλνουμε –δεν δοκιμάζουμε και το μοσχάρι, να δούμε τι λέει;» Κάπως έτσι παίζει η πολιτική συνείδηση της μειοψηφίας που επιλέγει κυβερνήσεις, σε μια δημοκρατία που μπορείς να επιλέξεις μόνο μεταξύ δύο. Δημοκρατία είπα; Δυοκρατία πες καλύτερα.
Μόνο που οι Δεξιοί ήταν πολύ καιρό έξω από τα κόλπα και ήρθαν με μάτι αγριεμένο. Σκούπισαν τα πόστα στο πλαίσιο της εφαρμογής της δικής τους «μεταρρύθμισης» –ξήλωσαν και τους Διοικητές νοσοκομείων μέσα στη γενική καθαριότητα. Εκείνη ξαναγύρισε στην παλιά της Υπηρεσία –εκεί που την είχα πρωτογνωρίσει. Μαζί με πρώην Ειδικούς και Γενικούς Γραμματείς, πρώην Διοικητές, πρώην Διευθυντές –όλοι μαζί στοιβαγμένοι σε ένα γραφειάκι 3 επί 3, με προϊστάμενο κάποιο πρώην εξαφανισμένο τυφλοπόντικα. Από αυτούς που ζουν στον Δημόσιο τομέα και είναι τόσο άχρηστοι που δεν βρίσκεται θέση να αξιοποιηθούν, ακόμα κι όταν το κυβερνών κόμμα έχει βολέψει όλους τους δικούς του, του εν δυνάμει δικούς του, τους εχθρούς του και 5-10 περαστικούς.
Γιατί κάπως έτσι ήταν. Είκοσι χρόνια κυβέρνηση οι προηγούμενοι, είχαν αξιοποιήσει σχεδόν τους πάντες. Οι μόνοι που έμεναν στα αζήτητα ήταν οι καταφανώς άχρηστοι. Αυτοί που επικαλέστηκαν διώξεις και καβατζάρισαν θέσεις χωρίς το παραμικρό, άλλο, προσόν.
Εγώ πάλι, περνούσα τις μέρες μου κάνοντας συγκριτικές διαπιστώσεις. Οι προηγούμενοι ήταν αλαζόνες, αυτοί ήταν πεινασμένοι. Οι προηγούμενοι ήταν έμπειροι στην αρπαγή, αυτοί ήταν άσχετοι. Απατεώνες που σου άνοιγαν το χρηματοκιβώτιο με λοστό, ενώ ο κωδικός ήταν κολλημένος σε εμφανές σημείο. Με αποτέλεσμα να μπλέκουν δημόσιους υπάλληλους στις βρωμιές τους. Κράτα το λίγο αυτό, θα σου το εξηγήσω αργότερα.
Γιατί προηγήθηκε η διάλυση του Τρίτου Κοινοτικού Πλαισίου –των πακέτων που έχει η χώρα και πορεύεται την τελευταία εφταετία. Επί ΠΑΣΟΚ, οι υπεύθυνοι ήταν κάτι έμπειροι τύποι που μπορούσαν να πουλήσουν κλιματιστικό σε Εσκιμώο. Σκατά έκαναν, καλά έκαναν οι Κοινοτικοί υπάλληλοι έλεγαν κι «ευχαριστώ» από πάνω. Οι Δεξιοί τους ξήλωσαν αυτούς και έβαλαν κάτι δικούς τους. Αδέξιους. Μετά, θέλησαν να κάνουν αναδιανομή στο φαγωμένο (από τους προηγούμενους) πακέτο, για να ρίξουν χρήματα στις δικές τους εκλογικές περιφέρειες και να φάνε οι δικές τους εταιρείες –το γάμησαν και ψόφησε το Τρίτο.
Έπειτα άρχισαν να βάζουν χέρι στα λιμά –κάτι μελέτες, κάτι απευθείας αναθέσεις, ψιλοπράγματα για τους ημέτερους. Εκεί τραβήχτηκα εγώ, που έπρεπε να πληρώσω μια παράνομη απευθείας ανάθεση με υπογραφή Υπουργού. «Βρε καλοί μου, βρε χρυσοί μου –σπάστε τη σύμβαση στα δύο να μην είναι παράνομη –όπως έκαναν οι προηγούμενοι!» Τίποτα αυτοί. «Οι προηγούμενοι ήτο απατεώναι. Εμείς δεν θα υποπέσουμε στα ίδια σφάλματα. Πληρώστε και βγάλτε το σκασμό –ολόκληρος Υπουργός υπογράφει».
Τους έβαλα να φτιάξουν κάποιο χαρτί που έλεγε πως έχουν πλήρη την ευθύνη για τη σύμβαση, πως εγώ απλά ελέγχω τα δικαιολογητικά πληρωμής, τους προειδοποίησα πως έτσι έσωζα το δικό μου κεφάλι, αδειάζοντάς τους πλήρως –δεν είχαν καμιά αντίρρηση –να πάρουν μόνο τα φράγκα νοιάζονταν. «Κι αύριο βλέπουμε».
Αλλά αυτοί καρφώνονταν από μόνοι τους –ο Υπουργός τον Υφυπουργό –γυρόφερνε, επίσημος προσκεκλημένος στα γραφεία ο Τριανταφυλλόπουλος. Τριγύριζαν εκείνοι, φοβισμένοι σαν κουτάβια, έτρεμαν να κατουρήσουν όρθιοι στις τουαλέτες μην τους πάρει κανένα μάτι. Και όταν έληξε η απόσπασή μου δεν την ανανέωσαν –με γύρισαν πίσω στην παλιά μου Υπηρεσία, πετώντας χαλαρά τα δύο χρόνια ειδικής εκπαίδευσης που είχα πάρει για τη συγκεκριμένη θέση. Πήρα το καπελάκι που δεν είχα κι έφυγα –αν αυτούς δεν τους ένοιαζε γιατί θα έπρεπε εγώ να αγχωθώ;
Στην παλιά μου Υπηρεσία βρήκα καθεστώς «σοκ και δέους». Οι παλιοί διευθυντές ήταν υπάλληλοι ατόμων που δεν ήξεραν ούτε καν μια ξένη γλώσσα. Κάθε νέος Διευθυντής είχε από δίπλα του έναν κολαούζο για να του διαβάζει τα μέιλ –γιατί οι υπολογιστές είναι μηχανήματα του διαβόλου, δεν πρέπει να τα ανοίγεις μόνος σου. Ένας παλιός Διευθυντής, Δεξιός βαμμένος, είχε παραιτηθεί δυο μέρες πριν συνταξιοδοτηθεί. Βλέπεις, τον είχε κάνει Διευθυντή η προηγούμενη κυβέρνηση γιατί είχε προσόντα ο άνθρωπος και οι καινούργιοι δεν του το συγχώρεσαν ποτέ. Τον ξέχεζαν σε βάρδιες μέχρι που δεν άντεξε άλλο! Και οι καραγκιόζηδες έκαναν την παραίτησή του δεκτή –δυο μέρες πριν βγει στη σύνταξη! Μέχρι και στη Βουλή έκαναν ερώτηση γιατί φεύγει τόσος κόσμος, κυνηγημένος από την Υπηρεσία. Αλλά δεν ίδρωσε κανενός το αυτί –τι περίμενες δηλαδή;
Εφάρμοζαν επίσης, το σύστημα «ρολόι» -προφανώς εμπνευσμένοι από τις ομάδες βόλεϊ. Έπαυαν κάποιον παλιό προϊστάμενο και μετά τον έκαναν τουρνέ. 2 μήνες στην Α’ διεύθυνση, 3 μήνες στη Β’, 2 μήνες στη Γ’ και πάει λέγοντας. Τουριστικό πρακτορείο είχε καταντήσει η παλιά, καλή μου Υπηρεσία –κάτι λένε πως θα την καταργήσουν κιόλας, γι΄αυτό οι παλιοί μου συνάδελφοι είχαν βγει στους δρόμους δίπλα στους φοιτητές. Τις προάλλες.
Και χαφιέδες, οι κλασσικοί δεξιοί χαφιέδες –σε ρωτούσαν τη γνώμη σου με στυλάκι εξομολογητή στη Μακρόνησο. «Πες μου τέκνο μου, άνοιξε την ψυχή σου, εξομολογήσου». Κι ότι έλεγες πήγαινε τσιφ στους αποπάνω.
«Μην πεις σε ποια θέση θέλεις να σε τοποθετήσουν. Κρύψε τα προσόντα σου, μην τους πεις για ειδικές εκπαιδεύσεις. Μόνο έτσι μπορεί να σε βάλουν στη θέση που θέλεις –κατά λάθος. Αλλιώς θα σε πετάξουν στο ακριβώς αντίθετο από αυτό που ξέρεις», μου έλεγε μια παλιά συνάδελφος. Αυτό λέγεται «αξιοποίηση στελεχιακού δυναμικού», για να μη μπερδεύεσαι το αναφέρω.
Τη βρήκα πίσω από κάποιο γραφείο με διαστάσεις ένα επί μισό. Έχεις δει τα βοηθητικά γραφειάκια που κολλάνε δίπλα στα κανονικά για να βάζουν τον υπολογιστή; Τέτοιο πράγμα. Αγωνιζόταν με έναν μισοτελειωμένο bic να συμπληρώσει κάποια αναφορά –δεν τα κατάφερνε όμως, γιατί τα δάχτυλά της δεν δίπλωναν. «Παραμορφωτική αρθρίτιδα» -θυμάσαι;
«Καλά, τόσο γαϊδούρια είναι; Ούτε ένα πισί δεν σου έχουν δώσει;»
«Ποιο πισί; Και η καρέκλα που κάθομαι δανεική είναι –όταν γυρίσει η κοπέλα από το απέναντι γραφείο θα την πάρει πίσω», γέλασε.
«Αυτό ρε γαμώτο είναι πολιτική δίωξη! Γιατί δεν κάνεις κάτι;»
«Κάνω».
«Τι κάνεις;»
«Το υπομένω».
«Βγες στη σύνταξη τότε. Θα σπάσουν τα νεύρα σου μ΄αυτή την κατάσταση».
«Όχι δα! Δεν θα τους δώσω τη χαρά να με ξεφορτωθούν τόσο εύκολα. Εδώ θα μείνω μέχρι να φύγουν».
«Κι αν δεν φύγουν;»
«Θα φύγουν. Όλοι φεύγουν. Μόνο εμείς μένουμε –δεν το έμαθες τόσον καιρό;»
«Να σε βοηθήσω στην αναφορά που φτιάχνεις; Να τη γράψω εγώ;»
«Γιατί; Κουλή είμαι;»
Έσκυψε το κεφάλι της πάνω στο χαρτί και έμεινα να κοιτάζω τον αέρα πάνω της. Δεν ξέρω τι έψαχνα –κάποιο φωτοστέφανο ίσως. Αλλά αυτά χορηγούνται κατόπιν αιτήσεως στην Αρχιεπισκοπή –κι έτσι δεν βρήκα τίποτα εκεί πέρα.
Δεν τη χαιρέτησα για να μην τη διακόψω. Κάποια κοινή γνωστή μου είχε πει πως το τελευταίο διάστημα ασχολιόταν με τη ζωγραφική. Είχε ήδη συμμετάσχει σε μια έκθεση, με περιορισμένη επιτυχία.
Έκλεισα την πόρτα του, ασφυκτικά γεμάτου, γραφείου και κατευθύνθηκα προς το δικό μου. Στις σκάλες τσακώνονταν δυο τύποι –κατακόκκινοι, στα πρόθυρα του εγκεφαλικού. Μια κοπέλα κάρφωνε στον πίνακα ανακοινώσεων την προκήρυξη κρίσεων για κάποια διευθυντική θέση. Ακόμα μια διευθύντρια είχε παραιτηθεί –από τις παλιές. «Και πολύ το άργησε, απορούσαμε πως άντεχε», μουρμούριζαν κάποιοι αργόσχολοι που είχαν μαζευτεί μπροστά στον πίνακα.
Έκλεισα την πόρτα του γραφείου μου. Κοίταξα τις καταστάσεις μισθοδοσίας που έπρεπε να ενημερώσω –αυτές ήταν οι καινούργιες μου αρμοδιότητες. Και ξεράθηκα στα γέλια.